- υδροσκοπία
- ηη αναζήτηση και ο καθορισμός της θέσης των υπόγειων αποθεμάτων νερού, η υδροσκοπική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδροσκοπία — η / ὑδροσκοπία, ΝΑ [υδροσκόπος] η αναζήτηση και ο καθορισμός τής θέσης υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων (αρχ) χρονόμετρο με νερό, ὑδρολογιον* … Dictionary of Greek
ὑδροσκοπίας — ὑδροσκοπίᾱς , ὑδροσκοπία water finding fem acc pl ὑδροσκοπίᾱς , ὑδροσκοπία water finding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροσκοπικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροσκοπία ή στον υδροσκόπο (βλ. λλ.): Υδροσκοπικές έρευνες. 2. το θηλ. ως ουσ., υδροσκοπική η τέχνη του υδροσκόπου, η υδροσκοπία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδατοσκοπία — η, Ν [υδατόσκοπος] η υδροσκοπία … Dictionary of Greek
υδροσκοπική — η / ὑδροσκοπική, ΝΜ [υδροσκόπος] (ενν. τέχνη) η τέχνη τού υδροσκόπου, υδροσκοπία … Dictionary of Greek
υδροσκοπικός — ή, ό, Ν [υδροσκόπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροσκοπία ή στον υδροσκόπο 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. υδροσκοπική … Dictionary of Greek
υδατοσκοπία — η η υδροσκοπία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)